Σύναξη Ασωμάτων
Σιωπηλοί μάρτυρες της μακραίωνης ιστορίας μιας πόλης
“Οι Άγγελοι του Σωσθενίου”, μου ψιθύρισε η φωνή της επαγγελματικής
διαστροφής όταν για πρώτη φορά άκουσα τον Κώστα Ηρακλή Γεωργίου
να μου περιγράφει πώς φαντάστηκε την υλοποίηση της εικαστικής του
ιδέας:ως μια διαδρομή, ένα ταξίδι· όχι απαραίτητα ή αποκλειστικά ένα
ταξίδι-σχήμα λόγου, αλλά μια κυριολεκτική και πολύ-επίπεδη μεταφορά
στο χώρο και στο χρόνο. Η σκέψη μου ανέτρεξε στον Ισαάκιο, αυτοκράτορα
της οικογένειας των Αγγέλων, στα τέλη του 12ου αιώνα στην
Κωνσταντινούπολη, ο οποίος οραματίστηκε να συγκεντρώσει με κριτήρια
αισθητικά και να εκθέσει σε ένα χώρο – στη Μονή του Αρχαγγέλου
Μιχαήλ στο Σωσθένιο του Βοσπόρου – τις πιο φημισμένες και όμορφες
εικόνες αρχαγγέλων απ’ όλα τα μήκη και πλάτη της αυτοκρατορίας του, και
έτσι να πραγματώσει την πρώτη, ίσως, μονοθεματική έκθεση/συλλογή
αγγέλων στην ιστορία της δυτικής τέχνης1. Οι «Αγγελογραφίες» έρχονται
αιώνες μετά να οργανώσουν μια άλλη σύναξη Ασωμάτων.
Τα έργα δημιουργήθηκαν για να πλαισιώσουν τις εκδηλώσεις «Άδοντες
και Ψάλλοντες εν τη καρδία…» στην πόλη της Καβάλας, το Μάιο του
2017. Εκεί, οι Άγγελοι αναπαράχθηκαν σε μνημειακές διαστάσεις και
τοποθετήθηκαν στοχευμένα σε επιλεγμένα κτίρια-μνημεία, τοπόσημα
του αστικού τοπίου. Τα κτίρια αυτά, σιωπηλοί μάρτυρες της
μακραίωνης ιστορίας της πόλης, αλλά και της δικής τους μικρο-
ιστορίας, αποτέλεσαν τον καμβά του καλλιτέχνη προκειμένου να
ενορχηστρώσει ένα νοητό ταξίδι στο χώρο, στο χρόνο και την τοπική
συλλογική μνήμη με οδηγό Αγγέλους-αγγελιαφόρους.
Στην κλασική ταινία του Wim Wenders Τα Φτερά του Έρωτα (Der
Himmel über Berlin, 1987), ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τη διαδρομή
δύο αγγέλων στην πόλη του Βερολίνου. Μετεωριζόμενοι από κτίριο σε
κτίριο, κινούνται ανάμεσα σε στιγμιότυπα ζωής, αφουγκράζονται το
βόμβο ενδόμυχων σκέψεων, στοχάζονται περί θνητότητας και
φλερτάρουν με αυτήν. Αόρατοι για τους περισσότερους, παρακολουθούν
με την ασπρόμαυρη ματιά τους την έγχρωμη ζωή και τα πάθη των
θνητών, έτοιμοι να εγκαταλείψουν τα ουράνια τάγματα και ν’
αυτομολήσουν στην τάξη των ανθρώπων.
Οι Άγγελοι του Κώστα Ηρακλή Γεωργίου εγκαθίστανται ως βουβοί
παρατηρητές στην καρδιά της πόλης της Καβάλας, αλλά η ιερότητά
τους παραμένει αλώβητη και η αποστολή τους διαφορετική. Στόχος του
καλλιτέχνη δεν είναι η έκπτωση των ουρανίων όντων, αλλά η ανύψωση
και η υπέρβαση των θνητών. Οι Άγγελοι των «Αγγελογραφιών» είναι
ορατοί απ’ όλους και ευελπιστούν να γίνουν εικονικά κίνητρα και
αφορμές, να αιχμαλωτίσουν και να κινητοποιήσουν στοχαστικά την
ανύποπτη ματιά του περαστικού που περιδιαβαίνει την πόλη του, βιώνει
την καθημερινότητά του, αδυνατεί ν’ αναγνωρίσει άμεσα και γρήγορα
τα συμβαίνοντα και γλιστρά πάνω από οικείες εικόνες, μνήμες και
βιώματα, χωρίς εν τέλει να μπορεί να τα οικειοποιηθεί και να τα
υπερβεί.
Στην Αθήνα, στην γκαλερί Ν. Χατζηκυριάκος- Γκίκας της
Ελληνοαμερικανικής Ένωσης το Φεβρουάριο του 2018, τα πρωτότυπα
των έργων της εικαστικής παρέμβασης ακολουθούν μια άλλη διαδρομή.
Απομακρύνονται από τη δημόσια και μνημειακή τους λειτουργία και
αποκτούν μια αμιγώς εσωτερική και δυνητικά προσωπική διάσταση.
Στόχος του καλλιτέχνη είναι να πυροδοτήσει μια πιο προσωπική σχέση
θεατή-έργου τέχνης, μια σχέση αμφίδρομη και διαδραστική.
Διαχρονικά και πανανθρώπινα σύμβολα που έχουν απεκδυθεί τις στενές
θρησκευτικές συνεκδοχές, οι Άγγελοί του παραμένουν αναγνωρίσιμα
βυζαντινοί στην καταγωγή και μεταφυσικοί στην ουσία. Ο καλλιτέχνης
δεν αγωνιά να μεταμφιέσει την εικαστική του αφετηρία, αλλά
συνδιαλέγεται αβίαστα με την τέχνη του οικείου παρελθόντος και
εδραιώνει μαζί της μια αρμονική και γόνιμη συνομιλία σε μορφολογικό
επίπεδο. Όταν πρωτοαντίκρισα τα έργα του με εξέπληξε η έλλειψη
χρώματος. Το ν’ αφαιρέσει κανείς από τη βυζαντινή ζωγραφική το
χρώμα είναι παρακινδυνευμένο τόλμημα, καθώς της αποστερεί το
σπουδαιότερο, ίσως, πλεονέκτημά της. Η απουσία χρώματος
αποζημιώνεται, το δίχως άλλο, από την επιλογή των προτύπων αυτών
καθαυτών, αλλά και από τη διαπραγμάτευση που τους επιφυλάσσει ο
καλλιτέχνης. Οι Άγγελοι των «Αγγελογραφιών», αντιπροσωπευτικά
δείγματα από τη μακρά βυζαντινή εικαστική παραγωγή και αδιάψευστα
τεκμήρια για την ποιοτική συνομιλία που οι ίδιοι οι βυζαντινοί
διατηρούσαν με τη δική τους εικαστική παράδοση της Ύστερης
Αρχαιότητας, μετασχηματίζονται μέσω της σχεδιαστικής δεινότητας
και της ιδιαίτερης εικαστικής γραφής του καλλιτέχνη σε πρωτότυπες
και δραματικές συνθέσεις· μορφοποιούν το άυλο και μεταφυσικό και το
μετατρέπουν σε αντικατοπτρισμό της κοσμικής τάξης και της φυσικής
τελειότητας. Ο κατακερματισμός των περιγραμμάτων και της ρέουσας
πτυχολογίας σε τέλεια και άρτια θραύσματα δεν διαλύει τις μορφές,
ούτε απομειώνει την εκφραστική τους δύναμη, αλλά αντιθέτως επιτείνει
την εντύπωση του εύθραυστου, ασώματου και υψιπετούς, εγγενών
ποιοτήτων της αγγελικής ουσίας.
Η πρόθεση σύγχρονων καλλιτεχνών να «επισκέπτονται» την όποια
παράδοση, οικεία ή μη, να την επικαιροποιούν και να την επενδύουν με
καινούργια νοήματα και βιώματα, είναι θεμιτή και ευπρόσδεκτη, αλλά
ταυτόχρονα ενέχει κινδύνους και θέτει μεγάλες προκλήσεις.
Προϋποθέσεις για την επιτυχία τέτοιων εγχειρημάτων είναι η σε βάθος
κατανόηση της ίδιας της παράδοσης – εν προκειμένω της βυζαντινής –
και η αποφυγή της στείρας μίμησης και αβασάνιστης αναπαραγωγής.
Το έργο του Κώστα Ηρακλή Γεωργίου θεωρώ ότι πληροί και τις δύο
προϋποθέσεις. Το προσωπικό του σχεδιαστικό ιδίωμα, με τη χρήση
του ηλεκτρονικού μολυβιού των γραφιστικών και ψηφιακών τεχνών,
μεταγράφει ανεπιτήδευτα τις αναγνωρίσιμες αυτές εικόνες στον
σχεδιαστικό κανόνα του σημερινού/καθημερινού οπτικού πολιτισμού
χωρίς να χάνουν τίποτα από την ουσία τους και την ιερότητά τους.
Η διακριτική χρήση του χρυσού υπό τη μορφή γεωμετρικών
λεπτομερειών, λειτουργεί από τη μία ως εικαστική υπόμνηση του
άυλου φωτός που περιβάλλει τα ουράνια όντα, και από την άλλη ως
έμμεση αναφορά στην άυλη υπόσταση των προϊόντων της σύγχρονης
τεχνολογίας την οποία ο καλλιτέχνης θέτει στην υπηρεσία του.
Ως κατακλείδα θα ήθελα να καταθέσω κάποιες σκέψεις για τη συνομιλία
εικόνας και ήχου που συμπληρώνει την εικαστική εμπειρία τούτης της
έκθεσης. Τη διαδρομή των Αγγέλων συνοδεύει ηχητική σύνθεση του
Χρυσοβαλάντη Ιωαννίδη, ο οποίος επιμελήθηκε και ερμήνευσε
βυζαντινά μέλη. Πάνω σε ένα μεταφυσικό ισοκράτημα που συνδυάζει
ανθρώπινη φωνή και φυσικούς ήχους (άνθρωπος και φύση αντάμα),
έχουν τοποθετηθεί περιοδικά λέξεις-κλειδιά από βυζαντινούς ύμνους.
Στα αυτιά μου οι ήχοι αυτοί συμβάλλουν στη μετουσίωση των
αγγελικών εικόνων σε προσωπική διαδρομή: σε μια έναρθρη όμως
διαδρομή που μεταφράζει/μεταγράφει σε λόγο καταληπτό την
ιδεογραμματική γραφή που κατακλύζει το βάθος αρκετών συνθέσεων
του καλλιτέχνη. Αφουγκραζόμενη την ιδιότυπη τούτη γραφή,
αναγνωρίζω μέσα της τον εύθραυστο ψίθυρο της προσευχής· τον
άρρητο λόγο που οι Άγγελοι κομίζουν ως παρηγοριά και υπόσχεση· εν
τέλει τους σύγχρονους υπαρξιακούς φόβους που οι Ασώματοι
καλούνται να εισακούσουν και ν’ ανακουφίσουν· ν’ άρουν το σκότος
του καθενός από μας …
_______________ 1Τίτος Παπαμαστοράκης, “The discreet charm of the visible”, στον τόμο Χριστίνα
Αγγελίδη (επιμ.), Το Βυζάντιο Ώριμο για Αλλαγές. Επιλογές, ευαισθησίες και τρόποι
έκφρασης από τον ενδέκατο στον δέκατο πέμπτο αιώνα, ΕΙΕ, Ινστιτούτο Βυζαντινών
Ερευνών, Αθήνα 2004, 111-127, ειδικά 117-118.